ωοθηκεκτομή

ωοθηκεκτομή
η, Ν
ιατρ. αφαίρεση ωοθήκης με χειρουργική επέμβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + εκτομή. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. ovariectomie < ovari- (< λατ. ovarium < ὠάριον) + ectomie (< εκτομή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωοθηκοτομία — η, Ν ιατρ. ωοθηκεκτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + τομία (< τόμος < τέμνω). Η λ., που μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις, είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. ovariotomie] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”